ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ
Εκεί στην παιδική χαρά,
ήθελα να’ μουν που έπαιξα παλιά,
παρέα με όλα τα παιδιά
της μικρής μου γειτονιάς.
Και στης μητέρας μου την αγκαλιά που μου κρατούσε συντροφιά
μα δε την έχω πια ….
Και σε μια βάρκα φουσκωτή
με εκατό ανθρώπους
το παρελθόν μου νοσταλγώ
και τους γονείς μου αναζητώ.
Aραπάκη Ευαγγελία Α1
Αχ Έρημη Ζωή
Αχ, έρημη ζωή,
γιατί δεν έμεινες πιστή;
Έχουμε μαζέψει τα πάντα
για να φύγουμε μακρυά,
στα απέραντα νησιά,
δίχως ρούχα κι όνειρα.
Χρειαζόμαστε φροντίδα, αγάπη απ' όλους
μα πάνω απ'όλα λίγη ρωμιοσύνη.
Είμαστε πρόσφυγες στης Ελλάδας τα νησιά,
έχουμε καημο και φόβο για το μέλλον μας,
δε γνωρίζουμε αν έχουμε ελπίδες
στης θάλασσας τα νερά.
Aρρώστιες, αγωνίες,
πόνοι ανθρώπων
για το αν θα ζήσουμε,
ή αν βρούμε στέγη.
Τα κύματα, οι άνεμοι,
οι φόβοι των παιδιών,
οι φωνές των ανθρώπων,
τα κλάματα
και οι νοσταλγίες για κάτι χαρωπό.
Μήπως μας φέρουν ρούχα ζεστά, καθαρά
απ'ανθρώπινα χέρια.
Φαγητό ζεστό, μαγειρεμένο.
Προσευχόμαστε η πατρίδα μας να 'ναι καλά
και να ζήσουμε χρόνια πολλά,
δίχως πολέμους και απληστίες
μα μόνο με ειρήνη.
Η λαχτάρα μας για μια βούκα ψωμί,
μήπως κι δεν βρεθούμε ζωντανοί.
Μέρες και νύχτες προχωρούν,
και 'μεις ανήσυχοι για το αν θα μας βρουν.
Βασιλική Κασερούδη
Ένας πρόσφυγας και
το γιατί του
Όλα βάραιναν σιγά-σιγά
στο μικρό του το σπιτάκι
άλλαξε ρυθμό τ΄ανάλαφρο
που΄λεγε τραγουδάκι.
Δεν είναι λίγες οι φορές
που απελπίζεται . Τα χάνει .
Μες τη δύνη του πολέμου
Δεν ξέρει τι να κάνει.
Ξάφνου αποφάσισαν
κι οι δικοί του οι γονείς
να φύγουν απ΄το σπίτι
σ΄άλλα μέρη της γης.
Έχε θάρρος του λένε
Πού όμως να το βρει;
Όλα γύρω αλλαγμένα
Στο πριν να στηριχθεί;
Ποιος θ΄ ανοίξει τις πληγές
φάρμακο να του βάλει
να γειάνει τον πόνο του
φύτρο ζωής να προβάλλει;
Του χωρισμού ο πόνος
ξεπερνά τη λογική
κομμάτια η καρδιά του
Πώς να εκφραστεί;
Στενάζει και δακρύζει
δεν ξέρει τι τον περιμένει
κι αναρωτιέται σαν παιδί
Γιατί αυτό συμβαίνει;
Πλάσματα είμαστε όλοι
με την αγάπη του θεού
γαλάζιο είναι για όλους
Το χρώμα τ΄ουρανού!
Κωνσταντίνα Καλαϊτζίδου Α1
Η ιστορία ενός πρόσφυγα
Θυμάμαι την ημέρα που έφυγα για τα ξένα
Πού‘μασταν 10 άτομα με πρόσωπα λυπημένα
Γιατί η μόνη λύση ήταν η προσφυγιά
Πού νά‘ ξερα όμως πόσο δύσκολη είναι η ξενιτιά
Ελπίζω την πατρίδα μου να την ξαναδώ
Γιατί είναι η αγάπη μου που τόσο νοσταλγώ
Τώρα που έφτασα σε τούτη εδώ τη χώρα
Το μόνο που ακούω είναι σήκω και προχώρα
Η μόνη μου παρέα είναι το πεζοδρόμιο
κανένας δε με σέβεται, δεν έχω πια προνόμιο
Η μόνη μου ιδέα για μια καινούργια αρχή
για να το κάνω έπρεπε να φύγω σ’ άλλη γη
Συνάντησα έναν πρόσφυγα που είναι παλιός εδώ
Η πρώτη του ερώτηση «γιατί έφτασα ως εδώ;»
Του απάντησα πως ήτανε η μόνη μου επιλογή
Γιατί η κατάσταση στη χώρα μου είναι τραγική
Μοιράστηκε μαζί μου ένα πιάτο μακαρόνια
Μιλούσαμε για το γιο του που τον αναζητά εδώ και 5 χρόνια
Το τι θα γίνει στο μέλλον εμένα μου είναι άγνωστο
Τι προσπαθώ να βρω ο έρμος σε ένα όνειρο που είναι άπιαστο;
Έχω την πεποίθηση ότι οι φίλοι μου στην πατρίδα είναι καλά
Ότι θα τους δω μια μέρα και θα μου πούνε πως είναι μια χαρά
Όλη μου η οικογένεια έχει εξαφανιστεί
Πιστεύω πως αυτή την στιγμή κάποιος ψάχνει να τους βρει
Μερικοί άνθρωποι εδώ είναι καλοί και ευγενικοί
Όμως οι περισσότεροι είναι εχθρικοί
Μας δίνουν φαγητά, σκεπάσματα και ρούχα
Γιατί και εκείνοι ξέρουν πως τα πράγματα είναι σκούρα
Μου είπαν να πάρω το τρένο να φύγω σ’ άλλη πόλη
Επειδή δε γίνεται να χωρέσουμε σε έναν τόπο όλοι
Εγώ και τα αδέλφια μου δεν ήρθαμε για διακοπές
Ήρθαμε με την ελπίδα πως θα μας σωθούνε οι ζωές
Δημήτρης Μπαντιμαρούδης Γ΄2
ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ,ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Έφυγαν από πολύ μακριά
μ' έναν πόνο στην καρδιά
καλή τύχη για να βρουν
ξέρουν όμως αν μπορούν;
Άντρες,γυναίκες και παιδιά
γίναν όλοι μια γροθιά
τον πόλεμο να αποφύγουν
ξέρουν όμως αν ξεφύγουν;
Έχουν περάσει τόσα δεινά
κι είναι όλα σκοτεινά
μα ποτέ δεν το βάζουν κάτω
τι κι αν έχουν πιάσει πάτο;
Στις βαρκούλες στοιβαχθήκαν
όπως όπως στριμωχθήκαν
τ' όνειρο τους κυνηγούν
στην Ευρώπη θε να 'ρθούν
Πρώτη στάση στην Ελλάδα
μια απέραντη βαρκάδα
πόνος ο ξεριζωμός
μα κι ο θάνατος εμπρός
Παιδί μου,σπλάχνο μου, καρδιά μου
πάντοτε ήσουνα κοντά μου
γιατί φεύγεις μακριά;
στης Μεσογείου τα νερά;
Είναι η θλίψη μας μεγάλη
που τους βλέπουμε έτσι πάλι
τόσα πτώματα αράδα
μ' ένα στόχο,την ΕΛΛΑΔΑ
Πρέπει να τους βοηθούμε
τ' όνειρό τους δεν ξεχνούνε
είναι δράμα η προσφυγιά
σε πληγώνει,σε πονά
Σαν μια μάνα η Ελλάδα
τους προσφέρει ζεστασιά
ένα χέρι βοηθείας
στην κραυγή απελπισίας
Να 'στε πάντα δυνατοί
ζωντανοί και θαρρετοί
η ζωή είναι εμπρός
μες στο τούνελ ένα φως
Θεοδωράκογλου Μαρία Α1
Μονολογώντας……….
Βαδίζω, λυπάμαι, φοβάμαι …
Γύρω μου ένα σμήνος ανθρώπων, κορμιά ριγμένα, χέρια παγωμένα, βλέμματα απορημένα, ψυχές αδειασμένες. Στρέφω το βλέμμα μου δίπλα, ένα μικρό κρέμεται απ’ τον κόρφο της μάνας του, πίσω μου ένας γέροντας κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα που του ΄δωσαν. Το κρύο τον πρόλαβε. Ξεκίνησε καλοκαίρι απ’ το σπίτι του. Πότε θα φτάσει; Πού θα φτάσει; Θα φτάσει;
Πονάω. Δε θέλω να βλέπω. Κλείνω τα μάτια μου. Θέλω να ξεφύγω. Μα να ! Μια γυναικεία, θολή φιγούρα ξεπροβάλλει. Μοιάζει της μάνας μου. Ναι…. είναι η μάνα μου αλλά πάλι ίσως κι όχι …. Έχει το ίδιο βλέμμα, το ίδιο παράστημα μα φαίνεται λιπόσαρκη, ταλαιπωρημένη τα ρούχα της ξεπερασμένα. Κλαίει;
- Μάνα, φωνάζω μα δε μ΄ ακούει, δε γυρίζει.
Την ακουμπώ μα δεν με καταλαβαίνει. Κλαίει, σέρνει και μια μικρή απ΄ το χέρι, δεν είμαι ΄γω. Μόνες παραδέρνουν σ΄ ένα λιμάνι. Είναι ο Πειραιάς. Μόνες, μ΄ έναν μποξά στον ώμο. Κάθεται σε μια γωνιά, σφίγγει τη μικρή στην αγκαλιά της και θρηνεί για τη δική της Πατρίδα, για τον δικό της Νικόλα που χάθηκε κάπου στα βάθη της Ανατολίας, για το σπίτι της με τον βασιλικό στο παραθύρι, για το φαΐ που δεν πρόλαβε να βγάλει απ΄ τον φούρνο, για το καντήλι που θα ΄σβησε στον τάφο των γονιών της.
-Μάνα, ξαναφωνάζω.
-Τζιέριμ, λέει μα όχι σε μένα, στη μικρή που κρατά στην αγκαλιά της.
-Σήκω τζιέριμ, πάμε έβγαλε ψύχρα.
-Σταθείτε, τις φωνάζω, μη φεύγετε, είμαι εδώ, μπορώ να σας βοηθήσω. Σταθείτε. Μάνα της μάνας μου, στάσου….
Οι φωνές μου σβήνουν, η μάνα χάνεται, μα τα μάτια ανοίγουν, η καρδιά ανοίγει. Το πλήθος είναι ακόμα εκεί, πεινάει , κρυώνει , φοβάται. Μα τώρα είμαι κι εγώ εκεί. Το χρωστώ στον εαυτό μου, το χρωστώ στη μάνα μου, το χρωστώ στη μάνα της μάνας μου, το χρωστώ στο δικό μου μιλέτ.
Φωτεινή Γρηγοριάδου Α1
Οι περιπλανώμενοι πρόσφυγες
Τους περιπλανώμενους τους βλέπεις κάθε μέρα,
γι΄αυτούς δεν υπάρχει καλή εσπέρα.
Στους δρόμους περπατούν έρημοι και μόνοι,
Γι΄ αυτούς τα όνειρα έχουν γίνει σκόνη.
Φτώχεια, πείνα, μοναξιά
Κάθε μέρα περπατούν χιλιόμετρα μακριά.
Δίχως μία πόρτα ανοιχτή
Να μπούνε μέσα και να είναι ευτυχισμένοι στη ζωή.
Ο πόλεμος , ο θανατηφόρος τους ακολουθεί όπου πηγαίνουν
Ένα μέρος με ασφάλεια οι πρόσφυγες περιμένουν.
Βροχή, χιόνι, καταιγίδα,
Κάθε μέρα και μία ελπίδα.
Σε μια βάρκα μέρα , νύχτα καρτερούν,
Σε μια στεριά να βρεθούν για να σωθούν.
Η υπομονή όμως έχει τελειώσει,
Χωρίς το μέλλον τους να έχει ξεκλειδώσει.
Χώρα σε χώρα περνούν για να επιβιώσουν,
Του πολέμου την πείνα να γλυτώσουν.
Οι περιπλανώμενοι οι πρόσφυγες είναι αυτοί,
Γιατί θέλουν μια όμορφη ζωή.
Μαρία Β. - Αγγελική Αλεξανδράκη Α1
Οι πρόσφυγες
Τους βλέπεις να περιπλανούνται από τόπο σε τόπο
και λες "τι υπομονή έχουν και κάνουν τόσο κόπο?"
Μικροί και μεγάλοι φεύγουν μακριά,
δεν αντέχουν της πατρίδας τα δεσμά.
Ζουν πολέμους , φτώχεια και πείνα
Και όλοι οι άλλοι γύρω τους περνάνε φίνα.
Πλέουν μέσ΄ στα κύματα στο κρύο και στο αγιάζι
Κι όταν δεν φτάνουν στον προορισμό τους τούς τρώει το μαράζι.
Έλα Ειρήνη πάρε τους και πάν΄τους σε μια χώρα
Να ζήσουν ευτυχισμένοι κι αυτοί αυτήν την ώρα.
Έλα Γαλήνη πάρε τους και πάν΄ τους σε μια πόλη
Να ΄χουν κι αυτοί τη ζεστασιά που έχουν όλοι.
Τότε θα ΄ναι όλα καλά για ΄μας και για τους άλλους
Γιατί θα ΄μαστε χαρούμενοι σαν τους πελαγίσιους γλάρους.
Μαρία Βουλγαρούδη Α1
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ…ΕΚΤΟΣ ΑΝ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ..
ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΞΕΝΗ ΠΟΛΗ …ΕΚΤΟΣ ΑΝ ΕΚΕΙΝΗ Η ΠΟΛΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟΥ…
ΚΑΙ ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΔΕΙ ΕΝΑ ΤΕΤΟΙΟ ΑΤΟΜΟ
ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟ,ΦΟΒΙΣΜΕΝΟ,ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΤΟΥ…
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΣΕ ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ…
ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΝΕΙΣ ΚΑΠΟΙΑ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΣ ΜΟΝΟ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑΤΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΑΤΗΣΕ ΜΙΑ ΣΚΑΝΔΑΛΗ…
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΤΟΣΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΑΠΛΟ ΜΕΣΑ ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΙ…
ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΕΘΟΥΝ ΕΔΩ ΠΕΡΑ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΘΑ ΣΟΥ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΛΙΓΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ…ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΡΟΣΦΥΓΑ ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΛΑΕΙ ΑΣ ΜΗΝ ΤΟΝ ΠΡΟΣΠΕΡΑΣΟΥΜΕ…ΞΕΡΩ , ΞΕΡΕΙ , ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΩΣ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΖΗΤΑΕΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΣΕΒΑΣΜΣ ΜΑΣ…ΤΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΕΧΕΙ …ΕΚΕΙΝΟΣ ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΑΠΟ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ…ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΟΤΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΕΔΩ ΑΛΛΑ ΗΡΘΕ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΕΔΩ , ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΕΥΚΟΛΟ…ΚΑΙ ΑΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΠΩΣ ΜΟΝΟ Ο ΥΨΙΣΤΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΡΙΝΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΚΑΤΙ ΗΞΕΡΕ ΩΣΤΕ ΝΑ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΕΔΩ…ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ…
Ρεβελτζή Ραφαηλία Α4
Πρόσφυγας εκπέμπει SOS
Πριν λίγα χρόνια μου κάνανε την ερώτηση αν ξέρω τι σημαίνει προσφυγιά, δεν ήξερα να απαντήσω ειλικρινά…. Τώρα όμως μπορώ να απαντήσω. Προσφυγιά είναι: Ο εφιάλτης που ζω εγώ και οι συμπατριώτες μου, μικροί και μεγάλοι. Φύγαμε από την χώρα μας, αναγκαστήκαμε να φύγουμε, για να μπορέσουμε να μείνουμε ζωντανοί μακριά από τον πόλεμο και την βία. Παίξαμε την ζωή μας κορόνα -γράμματα για να γλυτώσουμε την οργή και τον εγωισμό των ανθρώπων. Ξεκινήσαμε από την Συρία προσπαθώντας να φτάσουμε κάπου μακριά έστω μέχρι τα σύνορα Συρίας-Τουρκίας όπου υπήρχαν καταυλισμοί. Μείναμε εκεί για ένα αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι που αγανακτήσαμε να καθόμαστε εκεί και απλά να περιμένουμε ένα θαύμα. Ξεκινήσαμε και φτάσαμε στα θαλάσσια σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας. Εκεί μας περίμεναν σύγχρονοι δουλέμποροι μαζί με κάτι σάπιες και παλιές βάρκες. Τους πληρώσαμε, μας βοήθησαν να μπούμε, σπρώξανε την βάρκα και ξεκινήσαμε την πλεύση. Είχαμε ξυπνήσει από τον εφιάλτη μας αλλά είχαμε ακόμα πολύ δρόμο και για να τον διασχίσουμε χρειαζόμασταν επιμονή και πίστη….
Βουλκούδη Αγγελική Α1
Τις πιο θλιβερές ιστορίες μπορείς να τις ακούσεις από τους πρόσφυγες.
Φεύγοντας από την πόλη και την χώρα τους και φτάνοντας στην Ευρώπη. Πρώτος σταθμός τους είναι η Ελλάδα και μετά θα συνεχίζουν προς τις βόρειες αναπτυγμένες χώρες . Μέχρι να φτάσουν βιώνουν πολλές περιπέτειες. Μερικές από αυτές είναι τόσο απίστευτες, που δεν μπορείς ούτε να τις φανταστείς. Προσπαθώντας να περάσουν το Αιγαίο, με ξύλινες βάρκες, ζουν πολλές δύσκολες στιγμές, όπως η κακοκαιρία, η οποία κάνει τις βάρκες να διαλύονται και να βουλιάζουν. Οικογένειες με παιδιά να κολυμπάνε στα κρύα νερά προσπαθώντας να σώσουν τον εαυτό τους και αυτούς που αγαπάνε. Μερικοί δεν βγαίνουν ζωντανοί στην στεριά και οι κάτοικοι των παραθαλάσσιων περιοχών να τα βρίσκουν μετά από μερικές μέρες τα πτώματα τους στην στεριά.
Αυτοί που βγαίνουν, όμως, ζωντανοί, περνάνε ένα σοκ και αρρωσταίνουν βαριά από το κρύο. Μερικοί βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιο μέρος που ο δήμος ανοίγει για να τους προστατέψει από την κακοκαιρία, αλλά δεν είναι πάντα τυχεροί. Έτσι άρρωστοι και κουρασμένοι συνεχίζουν με λιγοστά ρούχα, αν έχουν σωθεί, και πολλές φορές χωρίς παπούτσια.
Φτάνοντας στα σύνορα περιμένουν σε σειρά μεγάλη για να περάσουν περπατώντας τα σύνορα ή να μπουν στα τρένα. Στα σύνορα, όπως και στα νησιά, υπάρχει το πρόγραμμα αλληλεγγύης για τους πρόσφυγες, όπου τους προσφέρουν ρούχα, φαγητά και είδη πρώτης ανάγκης που χρειάζονται για να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Έτσι, οι πρόσφυγες μπορούν να συνεχίσουν. Πολλοί χάνονται από τις οικογένειες τους και συνεχίζουν μόνοι τους, βιώνοντας αυτήν την απώλεια που θα τους ακολουθεί για όλη τους την ζωή, προσπαθώντας να φτιάξουν το μέλλον τους στην νέα τους χώρα.
Αυτό γίνεται καθημερινά και για αυτό προσπαθούμε να τους στηρίξουμε όσο γίνεται, επειδή κανένας δεν θα ήθελε να είναι στην θέση τους. Οι άνθρωποι αυτοί το μόνο που ζητάνε είναι τα αυτονόητα: σπίτι, φαγητό, νερό, χρήματα και εκπαίδευση. Έτσι στηρίζοντας τους βοηθάμε τους συνανθρώπους μας όπως θα θέλαμε να μας βοηθήσουν και εμάς σε δύσκολες στιγμές.
Νικολαϊδης Νικόλαος B3
Τα προσφυγάκια
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωρίο το Γκαραάν μια οικογένεια. Η οικογένεια αποτελούταν από δύο μικρά παιδιά την μαμά τον μπαμπά και την γιαγιά. Σε εκείνο το χωριό γινότανε πόλεμος η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει και να πάει σε μια άλλη χώρα αποφάσισαν να πάνε στην Ελλάδα στα Γιαννιτσά σαν πρόσφυγες. Φτάνοντας στην Ελλάδα διαπίστωσαν ότι δεν είχαν σπίτι να μείνουν ζήτησαν από ανθρώπους να τους φιλοξενήσουν αλλά σε όσους χτύπησαν δεν τους άφησαν να περάσουν, μέχρι που αναγκάστηκαν να μείνουν στο πάρκο να βρουν ένα παγκάκι να κοιμηθούν. Γύρω στις 7 το πρωί ένα παιδί τους είδε και τους λυπήθηκε χωρίς να τους ξυπνήσει τους έφερε κουβέρτες και φαγητά. Όταν ξύπνησαν και τα βρήκαν αυτά δεν ήξεραν τι γινόταν από πού ξεφύτρωσαν όλα αυτά τα πήραν και τα έφαγαν γιατί πεινούσαν και αργότερα σηκώθηκαν τα μαζέψανε και είπαν να πάνε να ψάξουν για ένα οικονομικότατο σπίτι. Εκείνη την ώρα ο νεαρός μάζεψε κόσμο για να κάνουν φιλανθρωπίες με τα λεφτά θα τους αγόραζε και σπίτι και τα απαραίτητα. Τελικά από την φιλανθρωπία μάζεψαν 10.950 $ και αποφάσισαν να τους βρουν και δουλειά για να καλύπτουν τις ανάγκες τους. Οι πρόσφυγες τελικά δεν βρήκαν σπίτι και γύρισαν στο πάρκο, στα παγκάκια. Ο νεαρός τους βρήκε στο πάρκο και με χαρά πήγε και τους έδωσε το ποσό που συγκέντρωσε, εκείνη δεν ήξεραν πώς να τον ευχαριστήσουν. Πήγαν αγόρασαν σπίτι και όλα τα απαραίτητα που τους χρησίμευαν και τέλος με τα λεφτά που περισσέψανε τα κράτησαν για να κάνουν ένα πάρτι για να το γιορτάσουν και να ευχαριστήσουν τον νεαρό που τους βοήθησε με την δουλειά που τους πρόσφεραν άρχισαν να καλύπτουν όλες τις ανάγκες τους και ποτέ ξανά δεν άλλαξαν χώρα έμειναν ευτυχισμένοι για πάντα και τελικά ζήσανε αυτοί καλά και εμείς ακόμη καλύτερα.
Γκαλτσίδης Μιχάλης Α1
Ταξίδι Προς Το Άγνωστο
Το μέλλον είναι αβέβαιο
και οι ζωές μας κινδυνεύουν.
Άραγε θα τα καταφέρουμε να πατήσουμε
τα πόδια μας σε έδαφος ειρηνικό;
Καθώς βλέπω τη θάλασσα
για μια στιγμή διστάζω,
έτσι που είναι απέραντη
τι πλάσματα να κρύβει;
Ένα καράβι διασχίζει το πέλαγος,
με πυξίδα την ελπίδα.
Αφήνοντας την πονεμένη πατρίδα
διεκδικούμε το δικαίωμα
στην ειρήνη και τη ζωή.
Πλέοντας στο άγνωστο
βοήθεια ζητάμε.
Το καράβι είναι γεμάτο με μανάδες και παιδιά
που έχουν σκυμμένα τα κεφάλια.
Μόλις τα σηκώσουν,
θλίψη, ταλαιπωρία
τα μάτια τούς προδίδουν.
Μέσα από τις αρρώστιες και τη στέρηση,
απομακρυσμένοι από την χώρα μας
προσδοκούμε την πολύτιμη ελευθερία.
Η αναμονή είναι βασανιστική,
πως θα είναι οι άνθρωποι εκεί;
Θα είναι μαζί μας φιλικοί;
Πώς θα είναι η νέα μας ζωή;
Οι ερωτήσεις αμέτρητες,
μα οι απαντήσεις άγνωστες.
Το καράβι συνεχίζει το αβάσταχτο ταξίδι,
γεμάτο όνειρα και αγωνία...
Μαρκάκη Πασχαλίνα & Μηνοβγιούδη Χρυσοβαλάντου Γ'2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου